κέρδιστον

κέρδιστον
κερδίων
more profitable
masc acc sg
κερδίων
more profitable
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κέρδιστος — κέρδιστος, ίστη, ον (Α) 1. πάρα πολύ πανούργος, δολιότατος («Σίσυφος... ὃ κέρδιστος γένετ ἀνδρῶν», Ομ. Ιλ.) 2. ωφελιμότατος («πρὸς τὸ κέρδιστον τραπεὶς γνώμης», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κέρδος. Χρησιμοποιείται ως υπερθετικός βαθμός τού επιθ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”